καλιούχος

καλιούχος
-α, -ο
αυτός που περιέχει κάλιον («καλιούχα λιπάσματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλιο + -ούχος (< έχω), πρβλ. ανθρακ-ούχος, χλωρι-ούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… …   Dictionary of Greek

  • καλιοφιλίτης — Ορυκτό αποτελούμενο από πυριτικό αργίλιο και κάλιο με χημικό τύπο KAlSiO4. Ανήκει στην ομάδα του λευκίτη και νεφελίνη γι’ αυτό αποκαλείται και καλιούχος νεφελίνης. Κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα σχηματίζοντας λεπτούς βελονοειδείς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”